-
1 лифт
лифт м о ανελκυστήρας, το ασανσέρ· подниматься (спускаться) на \лифте ανεβαίνω ( κατεβαίνω) με το ασανσέρ* * *мο ανελκυστήρας, το ασανσέρподнима́ться (спуска́ться) на лифте — ανεβαίνω (κατεβαίνω) με το ασανσέρ
-
2 лифт
ο ανελκυστήρας, ο αναβατήραςразг. το ασανσέρ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лифт
-
3 подъёмник
ο ανελκυστήρας, ο αναβατήρας, ο ανυψωτήρας, разг. το ασανσέρ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подъёмник
-
4 лифт
лифтм τό ἀσανσέρ, ὁ ἀναβατήρας. -
5 лифтер
лифт||ерм ὑπάλληλος τοῦ ἀσανσέρ. -
6 подъемник
подъемникм ὁ ἀνελκυστήρας, τό ἀσανσέρ / ὁ ἀνυψωτήρ, ὁ γερανός, τό βίντσι, τό βαροῦλκο[ν] (для грузов). -
7 подъемный
подъемн||ый1. прил ἀνυψωτικός:\подъемный кран τό βίντσι, ὁ γερανός· \подъемныйая машина τό ἀσανσέρ, ἡ ἀνυψωτική μηχανή· 2.:\подъемный мост ἡ κινητή γέφυρα· 3. -
8 лифт
[λίφτ] ουσ. α ασανσέρ -
9 лифт
[λίφτ] ουσ α ασανσέρ -
10 клеть
-и, προθ. в клети, γεν. πλθ. -ей; θ.1. βλ. клетушка.2. θαλαμίσκος ανελκυστήρα (ασανσέρ). -
11 лифт
-а α.ανελκυστήρας, αναβατήρας, ασανσέρ.
См. также в других словарях:
ασανσέρ — το (λ. γαλλ.), ο ανελκυστήρας: Το σπίτι είναι παλιό και δεν έχει ασανσέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… … Dictionary of Greek
αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
Γκούγκενχαϊμ, μουσείο — (Guggenheim museum). Μουσείο στη Νέα Υόρκη της Αμερικής. Το 1930 ο Σόλομον Γκούγκενχαϊμ, βιομήχανος χαλκού και φιλότεχνος, αποφάσισε να ιδρύσει και να χρηματοδοτήσει ένα μουσείο αποκλειστικά αφιερωμένο στη μοντέρνα τέχνη. Την κατασκευή του… … Dictionary of Greek
έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… … Dictionary of Greek
Καντάφι, Μουαμάρ Αλ — (Muammar al Qaddafi, Μεγάλη Σύρτη 1942 –). Λίβυος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε γεωγραφία για μια τριετία στο πανεπιστήμιο της Βεγγάζης, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Μεταπήδησε στη Στρατιωτική Aκαδημία της Βεγγάζης, από την οποία… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… … Dictionary of Greek
αναβατήρας — ο ο ανελκυστήρας, το ασανσέρ: Όλες σχεδόν οι πολυκατοικίες διαθέτουν αναβατήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανελκυστήρας — ο ανυψωτήρας (ασανσέρ), μηχανική συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίων: Οι ανελκυστήρες λειτουργούν με ηλεκτρικό ρεύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανυψωτήρας — ο κάθε μηχανή που χρησιμεύει στην ανύψωση βαρών: Τα ασανσέρ των πολυκατοικιών είναι ανυψωτήρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινόχρηστα — τα οι κοινές δαπάνες πολυκατοικίας (για θέρμανση, ασανσέρ κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)